Τετάρτη

ΧΡΟΝΟΣ


Ήταν μία από εκείνες τις καταραμένες περιόδους που ο χρόνος έμοιαζε να κυλά βασανιστικά αργά. Πάντα σιχαινόνταν την στασιμότητα… το φώς στο δωμάτιο σαν νώθα ηλιαχτίδα αγουροξυπνημένου πρωινού ίσα ίσα που έσπαγε το σκοτάδι. Ημίφως! Τις περισσότερες φορές το προτιμούσε από την “χυδαία” παρούσια του φωτός. Αν ήταν στο χέρι του η μέρα θα αποτελούταν από σκοτάδι, ημίφως και κάποιες εκθαμβωτικές στιγμές έντονης λάμψης- θα τις συγχωρούσε αυτές τις στιγμές, επειδή ακριβώς θα ήταν στιγμές.
Έλεγε στον εαυτό του πως προσπαθούσε να χαλαρώσει αλλά κάθε στιγμή τέντωνε τα νεύρα του περισσότερο σαν ο χρόνος να μετρούσε τα αδίστακτα δευτερόλεπτά του ένα προς ένα σε κάποιο τεράστιο ρολόι… τικ, τακ…
Τον εκνεύριζαν ακόμα και οι πιο δειλοί ήχοι, το τσιγάρο που αργόσβηνε συνομωτικά χαμογελώντας σαρδόνια στον χρόνο, όλα…
Θα ήθελε ίσως ένα ποτό αλλά όχι μόνος του. Ένα ποτό, ναι καλά θα ήταν, με κάποιο φίλο χαμένοι οι δυο τους πάλι σε ένα ημίφως που θα ήταν όμως αποκλειστικά δικό τους όσοι και αν τους παραμόνευαν στα γύρω τραπέζια, μιλώντας χωρίς ήχους κάτω από μελωδίες που θα χάνοταν.
Η στάχτη έπεσε στο τασάκι πολύ πριν χρειαστεί την δικιά του αρωγή, την ίδια στιγμή που ο ψηλός εισέβαλε στην σκοτεινιά του μέσα από την ορθάνοιχτη πλέον πόρτα μαζί με κάποιον, μια καχεκτική σιλουέτα που τυπώθηκε αχνά στην μνήμη του σαν την σκιά που της χάριζε εκείνη την στιγμή το φως του διαδρόμου. Ψέλλισε κάτι που υποκρινόταν ένα είδος χαιρετισμού ενώ μέσα του έβρισε τον ψηλό που ανέβασε τον διακόπτη της λάμπας. Πάει το σκοτάδι του! Ωστόσο το φως που εκείνη την στιγμή σφετερίστηκε τον χώρο αποκάλυψε καλύτερα τα μυστικά της δεύτερης φιγούρας. Η σιλουέτα του αν και άγνωστη είχε κάτι οικείο, μια ζεστασιά που δεν μπόρεσε εκείνη την στιγμή να καθορίσει την αιτία της. Ίσως ήταν προαγγελός άλλων στιγμών. Στιγμών που θα περνούσε κοινές με αυτό που -αργότερα θα ανακάλυπτε ότι παρόλη την φυσική του ηλικία- ήταν ένα παιδί.
Οι λίγες στιγμές που το φως έμεινε αναμμένο, πριν παρακαλέσει με προσποιητή ευγένεια τον ψηλό να το κλείσει, αποκάλυψαν το «παιδί» που παρόλη την σκυθρωπή του εμφάνιση –του θύμισε λόγιο άλλων εποχών σκυμμένο πάνω από χαρτιά και μελανοδόχους- του χάρισε ένα χαμόγελο που τον τύφλωσε περισσότερο από την ηλεκτρική απομίμηση του ήλιου. Ο ψηλός χάθηκε νωθρά στο δωμάτιό του πέρνωντας μαζί του και το «παιδί».
Έμεινε στην κάμαρα σιωπηλός κάτω από το κράτος του σκοταδιού που και λίγο πρίν είχε επιλέξει. Όμως τώρα πια αναζητούσε κάτι φωτεινό σαν το χαμόγελο. Το χαμόγελο που φώτισε για μια στιγμή το μυαλό του. Σηκώθηκε και άναψε το φως…

Δεν υπάρχουν σχόλια: