Κάθομαι μπροστά από την οθόνη. Δεν πάει πολύ ώρα που έχω ξυπνήσει. Και γράφω. Και σκέφτομαι.
Από τα ηχεία παίζει general elektriks. Χαρούμενοι δε λέω.
Προσπαθώ να ζυγίσω. Ξέρω προς τα που θα γύρει η ζυγαριά.
Άλλη μία φορά που άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο. Και έκανε αυτό που ήθελε.
Άλλη μία φορά που εμπιστεύτηκα τους ανθρώπους.
Το τσιγάρο σιγοκαίει. Έτσι καίει και ο ζεστός καφές που ετοίμασα.
Αν και έξω έχει ήλιο. Τόσες μέρες είχε ψύχρα και συννεφιά και βροχή και αέρα.
Σήμερα έχει ωραίο καιρό.
Το μόνο λάθος που έκανα ήταν να εμπιστευτώ ανθρώπους. Να αφεθώ.
Να πιστέψω πως είναι άνθρωποι.
Να πιστέψω πως είναι διαμάντια αντί για πέτρες.
Αυτό είναι το λάθος μου. Το μόνο που καταλογίζω.
Τι περιμένει κανείς; Ότι δίνει και θα πάρει έστω κάτι τόσο δα μικρό, σαν αυτό που δίνει; Τίποτε δε θα πάρει. Θα του γυρίσει πίσω, εναντίον του.
Ο εαυτός μου για τον εαυτό μου.
Βακτήρια χωρίς τροφή. Τρώει το ένα το άλλο.
Μέχρι στο τέλος να εξαφανιστούμε όλοι μαζί.
Ο φίλος μου ο Μ έχει ζωγραφίσει στο σώμα του τη λέξη μην εμπιστεύεσαι κανέναν.
Ωραία έμπνευση για να το θυμάσαι. Το βλέπεις κάθε μέρα.
Περνάει μέσα σου. Υποσυνείδητα. Με το που βλέπεις κάποιον από μέσα σου ξέρεις ότι δεν πρέπει να τον εμπιστευτείς.
Τι κάθομαι και γράφω πάλι.
Ξεσπάω νομίζω.
Καλύτερα είναι να τα ρίχνεις σαν ποτάμι. Σαν τα απορρίμματα που αφήνεις στην τουαλέτα.
Μετά πατάς το καζανάκι να φύγουν. Και η μυρωδιά φεύγει από το δωμάτιο.
Απλά δεν νομίζω ότι μπορώ να ξαναδώσω. Τουλάχιστον σύντομα.
Νομίζω πως πλέον είμαι πολύ άδειος και πικραμένος.
Και φάνηκαν πολύ λίγοι.
Λίγοι να αντέξουν ότι τους έδινες.
Σαν να βρίσκεσαι μπροστά σε έναν κουφό και να παίζεις την ωραιότερη μουσική του κόσμου. Αυτός απλά δεν μπορεί να την ακούσει. Είναι λίγος γι’ αυτό που κάνεις.
Λίγος.